ανάπλωρος

ανάπλωρος
η , ο мор. повёрнутый против ветра

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανάπλωρος" в других словарях:

  • ανάπλωρος — η, ο αυτός που έχει γυρίσει την πλώρη αντίθετα προς τον άνεμο: Δυο ολόκληρα μερόνυχτα αρμένιζαν ανάπλωροι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάπρωρος — και ανάπλωρος, η, ο (για πλοία) αυτός, τού οποίου η πλώρη είναι στραμμένη προς τη διεύθυνση από την οποία πνέει ο άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πρώρα, πλώρη. ΠΑΡ. ανάπρωρα] …   Dictionary of Greek

  • αναπλώρηση — αναπλωρίζω, ανάπλωρος κ.λπ. βλ. αναπρώρηση, αναπρωρίζω, ανάπρωρος κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αναπρωρίζω — και αναπλωρίζω και αναπρωρώ ( έω) 1. πλέω ανάπρωρα, αντίθετα προς την κατεύθυνση τού ανέμου 2. στρέφω το πλοίο έτσι ώστε η πλώρη του να είναι αντίθετα προς τον άνεμο 3. (για πλοίο) στέκομαι ή παίρνω στάση ώστε η πλώρη να είναι αντίθετα προς τη… …   Dictionary of Greek

  • ανάπρωρος — η, ο βλ. ανάπλωρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»